Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαρύπνοια — βαρύπνοια, η (Α) η δύσπνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πνοια < πνοος < πνοή < πνέω (πρβλ. άπνοια, δύσπνοια, ταχύπνοια κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βαρύπνοια — laboured breathing fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)